- ὀγδοάτη
- ὀγδόατοςthe eighthfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀγδοάτῃ — ὀγδόατος the eighth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογδόατος — ὀγδόατος, άτη, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. όγδοος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀγδοάτη (ενν. ἡμέρα) η όγδοη μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. ατος (πρβλ. εβδόμ ατος)] … Dictionary of Greek